- σιδηροφόρῳ
- σιδηροφόροςproducing ironmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηροφορώ — σιδηροφορῶ, έω, ΝΑ [σιδηροφόρος] (ενεργ. και μέσ.) φέρω σιδερένια όπλα, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ («σιδηροφοροῡντες... πελέκεις», Διόδ.) αρχ. 1. φορώ σιδερένια δακτυλίδια 2. μεσ. σιδηροφοροῡμαι, έομαι προχωρώ συνοδευόμενος ή περιφρουρούμενος από … Dictionary of Greek